- πωλοῦνται
- πωλέομαιgo up and downpres ind mp 3rd pl (attic epic doric)πωλέωsellpres ind mp 3rd pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μπαγιατοπάζαρο — το 1. αγορά στην οποία πωλούνται μπαγιάτικα τρόφιμα σε χαμηλότερες τιμές 2. (γενικά) αγορά όπου πωλούνται παλιά και φθαρμένα πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bayat + παζάρι] … Dictionary of Greek
ζυμαρικά — Παρασκευάσματα από σιμιγδάλι, σκληρά σιτηρά και νερό, τα οποία κόβονται σε διάφορα σχήματα και συνήθως ξεραίνονται προτού μαγειρευτούν σε βραστό νερό. Τα ζ. ήταν γνωστά από την αρχαιότητα. Οι Αιγύπτιοι και οι Κινέζοι τους έδιναν σχήμα μακριών και … Dictionary of Greek
ψύχους, βιομηχανία του- — Σύνολο οργανωμένων βιομηχανικών διαδικασιών, που αποβλέπουν στην επίτευξη θερμοκρασιών γύρω ή κάτω του 0°C σε σώματα ή σε ειδικούς χώρους. Η τεχνολογική ανάπτυξη του 19ου αι. έθεσε τις βάσεις για την κατασκευή των πρώτων μηχανημάτων παραγωγής… … Dictionary of Greek
αδαμαντοπωλείο — το [αδαμαντοπώλης] κατάστημα στο οποίο πωλούνται αδαμαντοποίκιλτα κοσμήματα, κοσμηματοπωλείο, χρυσοχοείο … Dictionary of Greek
αναψυκτήριο — το τόπος όπου προσφέρονται ή κατάστημα όπου πωλούνται αναψυκτικά … Dictionary of Greek
αρχαιοπώλης — Έμπορος που ασχολείται με αγοραπωλησίες αρχαίων αντικειμένων κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένων χειρογράφων και βιβλίων (κοινώς, αντικέρ). Το εμπόριο αρχαίων αντικειμένων δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, στη Ρώμη και… … Dictionary of Greek
αρωματοπωλείο — το το κατάστημα όπου πωλούνται τα αρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρωματοπώλης. Η λ. αρωματοπωλείον μαρτυρείται από το 1849 στον Π. Χιώτη] … Dictionary of Greek
γυαλάδικο — το [γυαλί] 1. εργοστάσιο ή εργαστήριο όπου κατασκευάζονται γυάλινα αντικείμενα 2. κατάστημα όπου πωλούνται γυαλικά … Dictionary of Greek
δαντελάδικο — το το εργοστάσιο στο οποίο πλέκονται και το κατάστημα στο οποίο πωλούνται δαντέλες … Dictionary of Greek
δερματοπωλείο — το κατάστημα στο οποίο πωλούνται δέρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek